- ἁδυεπής
- ᾱδῠεπής1 with sweet voice
ἁδυεπής τε λύρα O. 10.93
ἁδυεπὴς ὕμνος N. 1.4
διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον N. 7.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁδυεπής τε λύρα O. 10.93
ἁδυεπὴς ὕμνος N. 1.4
διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον N. 7.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁδυεπής — ἁ̱δυεπής , ἡδυεπής sweet speaking masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek
ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής … Dictionary of Greek